- ὑπερχθόνιος
- ὑπερχθόνιοςabove the earthmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερχθόνιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από τη γη, ουράνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χθόνιος (< χθών, χθονός), πρβλ. ὑπο χθόνιος] … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek